-
1 εστιαμα
- ατος τό1) пир, пиршество2) перен. пищаἐμπίπλασθαι ὀργέν κακῶν ἑστιαμάτων Plat. — питать злобу дурной пищей, т.е. отдаваться чувству гнева
См. также в других словарях:
εστίαμα — το (Α ἑστίαμα) [εστιώ] 1. το φαγητό που προσφέρεται κατά την εστίαση, το φίλεμα («τὰ Ταντάλου θεοῑσιν ἑστιάματα» τα φαγητά που προσέφερε ο Τάνταλος στους θεούς, Ευρ.) 2. γεν. τροφή, φαγητό … Dictionary of Greek